Συγγραφικές Τεχνικές

Αίθουσα στη βιβλιοθήκη του Βατικανού

In medias res: Μια αφήγηση που παρουσιάζει τα γεγονότα με χρονική σειρά και τάξη, έχει το χαρακτηριστικό της χρονικής αλληλουχίας. Αυτή η παρουσίαση γεγονότων όμως δεν εξασφαλίζει πάντα το μέγιστο αναγνωστικό ενδιαφέρον. Έτσι επινοήθηκε η τεχνική «In medias res» που σημαίνει: στο μέσο των πραγμάτων, δηλαδή στο μέσο της υπόθεσης ή της πλοκής. Δεν πρέπει να σχηματίστε την εντύπωση ότι η αφήγηση, ξεκινάει από το μέσο της υπόθεσης διότι η σημασία του όρου είναι ότι ο αφηγητής δεν παρακολουθεί τα γεγονότα στη χρονική τους σειρά και αλληλουχία. Η αφήγηση ξεκινάει από το «κέντρο» της ιστορίας, από την «καρδιά» της πλοκής δηλαδή από το πιο καίριο και ουσιαστικό περιστατικό.

Όταν ένα αφηγηματικό κείμενο ξεκινά in medias res, τότε δημιουργείται ένα αφηγηματικό κενό στον αναγνώστη, του δημιουργεί απορίες και ερωτηματικά για τα γεγονότα που χρονικά προηγούνται και τα οποία προς το παρών αγνοεί. Το αφηγηματικό κενό προκαλεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη και διεγείρει την προσοχή του επειδή του δημιουργεί εύλογες απορίες.

Ο συγγραφέας αίρει τα κενά του αναγνώστη διότι βρίσκει την ευκαιρία, με αναδρομική αφήγηση, να αναφερθεί στα όσο προηγούνται χρονικά. Μ’ αυτή την αναδρομική αφήγηση αποκαθίσταται η ομαλή ροή και εξέλιξη της ιστορίας.

Το αντίθετο του λατινικού in medias res είναι το ab ovo. O όρος οφείλεται στον Λατίνο ποιητή Οράτιο που καθιέρωσε στο έργο του Ars Poetica(=Ποιητική) και σημαίνει «από το αυγό» δηλαδή η αφήγηση ξεκινάει απ’ την αρχή και παρακολουθεί τα γεγονότα σε μια ευθύγραμμη, λεπτομερειακή και χρονική σειρά και τάξη.

Προοικονομία και Προϊδεασμός: Με την προοικονομία ένα μελλοντικό γεγονός της πλοκής προετοιμάζεται κατάλληλα για να το δεχθεί ο αναγνώστης ως κάτι το απόλυτα λογικό και φυσιολογικό. Αντίθετα, με τον προϊδεασμό παίρνουμε μια μικρή υποψία, μια πρόγευση και διαμορφώνουμε μια πρώτη γενική και αόριστη ιδέα για κάτι που θα συμβεί πιο μετά· προδιαθέτει ένα συναίσθημα στον αναγνώστη.

Εσωτερικός μονόλογος: Τεχνική της πεζογραφίας που κύριος στόχος της είναι να φέρει στην επιφάνεια την αδιάκοπη ροή σκέψεων, εικόνων, αναμνήσεων, συνειρμών και εντυπώσεων που διασχίζουν την ψυχή και το νου του ήρωα. Πρόκειται για ιδιόμορφο είδος αφηγηματικού λόγου, που δίνει την εντύπωση ότι μας εισάγει στην εσωτερική ζωή του ήρωα: ακόμα και η συντακτική οργάνωση του λόγου είναι υποτυπώδης, σα να μιλά πραγματικά το υποσυνείδητο.

Από γλωσσικής πλευράς, ο εσωτερικός μονόλογος προϋποθέτει γραφή ελλειπτική, ασυνεχή, διακοπτόμενη και αντιφατική. Είναι λόγος που δεν στοχεύει στην επικοινωνία και συνεπώς, η όποια επικοινωνία παρέχεται τρόπο υπαινικτικό και φευγαλέο όπου ο αναγνώστης καλείται να συμπληρώσει τα κενά. Είναι πολύ πιθανό να προκαλέσει σύγχυση στον αναγνώστη διότι σε πολλά σημεία μοιάζει με τον ευθύ λόγο· δεν υπάρχουν εισαγωγικές φράσεις, ούτε τυπογραφικά στοιχεία (πχ. εισαγωγικά και παύλες). Γίνεται και χρήση του δεύτερου προσώπου και διατυπώνονται ρητορικά ερωτήματα προκαλώντας έτσι προβλήματα κατανόησης στον αναγνώστη.

Αλληγορία: Στη λογοτεχνία, η αλληγορία είναι μια συχνή συγγραφική τεχνική. Είναι μια μεταφορική, εκφραστική τεχνική ή οποία κρύβει νοήματα διαφορετικά από εκείνα που φανερώνουν οι χρησιμοποιούμενες συγκεκριμένες λέξεις. Με την αλληγορία επιδιώκεται και επιτυγχάνεται η απόκρυψη του πραγματικού νοήματος. Εκτός από κρυμμένα νοήματα πίσω από τις λέξεις και τις εκφράσεις, μας βοηθούν και οι παροιμίες, π.χ. το ένα χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο.

Παρομοίωση: Είναι το πιο συνηθισμένο και το πιο συχνό σχήμα λόγου στα λογοτεχνικά κείμενα. Παραδείγματος χάριν:

«Είχε ωραίο παράστημα· ήταν ψηλός σαν κυπαρίσσι»

Παρατηρούμε τα εξής:

-Ένα πρόσωπο ή πράγμα συγκρίνεται με κάτι άλλο (το κυπαρίσσι)

-Τα δύο συγκρινόμενα στοιχεία, έχουν μια κοινή ιδιότητα (το ύψος) πάνω στην οποία στηρίζεται η σύγκριση

-Το δεύτερο στοιχείο (το κυπαρίσσι) έχει αυτή την ισότητα σε μεγαλύτερο βαθμό

-Παρομοίωση επιτυγχάνεται με τις λέξεις: σαν, όπως, καθώς, όμοιος

Η παρομοίωση είναι μια μορφή σύγκρισης, στις περιπτώσεις που θέλουμε να τονίσουμε ιδιαίτερα κάτι και να προβάλουμε με ζωηρό τρόπο μια ιδιότητα ή ένα γνώρισμα ενός προσώπου. Το συγκρίνουμε με κάτι άλλο που έχει την ίδια αυτή ιδιότητα σε μεγαλύτερο βαθμό.

Από μηχανής Θεός: Ο όρος προέρχεται από την αρχαία ελληνική τραγωδία. Στις περιπτώσεις που η πλοκή οδηγούσε σε αδιέξοδο, με αποτέλεσμα η εξεύρεση μιας λύσης να είναι πολύ δύσκολη έως αδύνατη, τότε το θεατρικό έργο προκειμένου να φτάσει στο τέλος του, συνέβαινε το εξής: εισαγόταν στην πλοκή ένα θεϊκό πρόσωπο, που με την παρέμβαση του έδινε μια λύση στο αδιέξοδο και το έργο μπορούσε να ολοκληρωθεί ομαλά. Το θεϊκό πρόσωπο εμφανιζόταν στη σκηνή του θεάτρου με τη βοήθεια μιας μηχανής, δηλαδή ενός ξύλινου γερανού, ώστε να φαίνεται ότι έρχεται από ψηλά. Με αυτό τον τρόπο διευκολύνονταν ο τραγικός ποιητής να δώσει μια φυσική λύση στην πλοκή του έργου του.

Στη σύγχρονη λογοτεχνία, ο deus ex machina μπορεί να χρησιμοποιηθεί για το τέλος οποιουδήποτε αφηγηματικού έργου, εφόσον ένα πρόσωπο, όχι απαραίτητα θεϊκό, εμφανίζεται ξαφνικά και δίνει λύση στην πλοκή, που ως εκείνη τη στιγμή έμοιαζε να περιέρχεται σε αδιέξοδο.

Προσωποποίηση: Πολύ συχνά στην πεζογραφία παρατηρούμε τα εξής: «άψυχα» στοιχεία της φύσης, (δέντρα, ποτάμια, βουνά, ζώα, πουλιά, κτλ) αποκτούν ιδιότητες και συμπεριφορές που ανήκουν αποκλειστικά στον άνθρωπο: έχουν ανθρώπινη φωνή και μιλούν, κλαίνε, μαλώνουν, θυμώνουν, συναισθάνονται και συμπεριφέρονται όπως ο άνθρωπος. Αυτή την παρουσίαση και μετατροπή άψυχων και διάφορων ζώων σε πρόσωπα, την ονομάζουμε προσωποποίηση.